- φρεναπατώ
- (I)-άω, ΜΑεξαπατώ, ξεγελώ, πλανεύω («περιενόστει φρεναπατῶν τοὺς πολλούς», Ευστ.)μσν.(σχετικά με γυναίκα) αποπλανώαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «φρεναπατᾷχλευάζει».[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἀπατῶ, -άω].————————(II)-έω, Αφρεναπατῶ (Ι)*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φρεναπατῶ (Ι), κατά τα συνηρημένα σε -ῶ / -έω].
Dictionary of Greek. 2013.