φρεναπατώ

φρεναπατώ
(I)
-άω, ΜΑ
εξαπατώ, ξεγελώ, πλανεύω («περιενόστει φρεναπατῶν τοὺς πολλούς», Ευστ.)
μσν.
(σχετικά με γυναίκα) αποπλανώ
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «φρεναπατᾷ
χλευάζει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἀπατῶ, -άω].
————————
(II)
-έω, Α
φρεναπατῶ (Ι)*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φρεναπατῶ (Ι), κατά τα συνηρημένα σε - / -έω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 …   Dictionary of Greek

  • φρεναπάτης — ὁ, Α [φρεναπατῶ (Ι)] αυτός που εξαπατά, που πλανεύει …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”